ντεϊσμός

ντεϊσμός
θρησκευτική και φιλοσοφική θεωρία που εμφανίστηκε την εποχή του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σύμφωνα με αυτή ο θεός, αν και δημιουργός του κόσμου δεν ρυθμίζει την τύχη του και δεν παρεμβαίνει στην πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Από την άποψη αυτή ο δ. βρίσκεται στον αντίποδα του θεϊσμού που θεμελιώνεται στην πίστη για την αδιάρρηκτη σχέση ανθρώπου και Θεού και διαφέρει από τον αθεϊσμό, ο οποίος αρνείται την ύπαρξη του θεού. Ο ν., που αναπτύχθηκε σε συνδυασμό με την ιδέα της φυσικής θρησκείας, η οποία ήταν ασυμβίβαστη με την παραδοσιακή πίστη στην εξ αποκαλύψεως θρησκεία, υποστηρίχτηκε αρχικά στην Αγγλία από τον φιλόσοφο του 17ου αι. λόρδο Χέρβερτ του Τσέρμπουρι στη μελέτη του Δοκίμιο για την αλήθεια (1624). Ο ν. βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στους διανοητές του 18ου αι., όπως ήταν ο Τζ. Τόλαντ, ο Α. Σαφτέσμπουρι, ο Τ. Τζέφερσον, ο Μπ. Φράνκλιν, ο Τ. Πάιν και ο Βολτέρος.
* * *
ο
(φιλοσ.) φιλοσοφική-θρησκευτική κατεύθυνση τού 17ου και 18ου αιώνα που δέχεται την αφηρημένη ιδέα ενός θεού, ενός δημιουργού ως πρωταρχικής αιτίας τού σύμπαντος, αλλά, σε αντιδιαστολή με τον θεϊσμό, απορρίπτει την ανάμιξή του στις διεργασίες που συντελούνται σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deisme < λατ. deus «θεός» + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεϊσμός — Βλ. λ. ντεϊσμός. * * * ο βλ. Ντεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • θεϊσμός — Βλ. λ. ντεϊσμός. * * * ο (φιλοσ.) μεταφυσική παραδοχή έννοιας θεού υπερβατικού, προσωπικού, που διακρίνεται από τον κόσμο και επενεργεί στη ζωή τών ανθρώπων και στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theism < the (πρβλ. θεο ) + ism… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”